θνᾴσκω

θνᾴσκω
θνᾴσκω, [full] θνᾱτός, [dialect] Dor. for θνῄσκω, θνητός.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • θνάσκω — θνᾴσκω (Α) βλ. θνῄσκω. [ΕΤΥΜΟΛ. Δωρ. τ. τού θνῄσκω*] …   Dictionary of Greek

  • θνᾴσκω — θνᾴ̱σκω , θνήσκω pres subj act 1st sg (doric) θνᾴ̱σκω , θνήσκω pres ind act 1st sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θνάσκω — θνά̱σκω , θνήσκω pres subj act 1st sg (doric) θνά̱σκω , θνήσκω pres ind act 1st sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θνήσκω — (ΑΜ θνῄσκω και θνήσκω, Α και [απο]θνήσκω και επιγρ. θνείσκω, αιολ. τ. θναίσκω, δωρ. τ. θνασκω) 1. αποθνήσκω, πεθαίνω, αποβιώνω, εκπνέω, παύω να είμαι στη ζωή από φυσικό ή βίαιο θάνατο 2. (η μτχ. αορ. β ως επίθ.) θανών, ούσα, όν ο νεκρός, ο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”